- καταφατικός
- -ή, -ό (Α καταφατικός και καταφαντικός, -ή, -όν) [καταφάσκω]αυτός που δηλώνει κατάφαση, βεβαιωτικός, επιβεβαιωτικός, συναινετικός, επιδοκιμαστικόςνεοελλ.φρ. α) «καταφατική κρίση»(λογ.) η κρίση στην οποία το κατηγορούμενο καταφάσκει στο υποκείμενο, δηλ. αποδίδει με κατάφαση μια ιδιότητα στο υποκείμενοβ) γραμμ. «καταφατική πρόταση» — πρόταση που περιέχει κατάφασηαρχ.1. εμφατικός*, που εκφέρεται με έμφαση ή περιέχει έμφαση2. το ουδ. ως ουσ. τὸ καταφατικόνη κατάφαση*.επίρρ...καταφατικά και -κώς (Α καταφατικώς) με κατάφαση, επιβεβαιωτικώς.
Dictionary of Greek. 2013.